0Shares
Τασάκος 1170x1463 1

Ο Μάνος Τασάκος γεννήθηκε στην Αθήνα. Ξεκίνησε να γράφει σε νεαρή ηλικία, εκδίδοντας τοπική εφημερίδα στα δεκαπέντε του χρόνια. Σπούδασε στην Νομική σχολή τού Α.Π.Θ. Διατηρεί την  ιστοσελίδα www.tasakos.gr με κείμενα λογοτεχνικής κριτικής, δοκίμια για την Ελληνική ποίηση και ανθολογήσεις νέων ποιητών.

Από τις εκδόσεις «24 γράμματα», κυκλοφορούν σε έντυπη μορφή:

«Ο μέτριος βίος τού Αλέξανδρου Βαλέτα», μυθιστόρημα, 2017

«Αγριόχορτα», διήγημα, 2018, ( στη συλλογική έκδοση «Λαθρόψυχοι»)

«Non omnis moriar», διήγημα, 2020, (στη συλλογική έκδοση «Η πανδημία»)

Σε ψηφιακή μορφή, (και ελεύθερη πρόσβαση στην ιστοσελίδα tasakos.gr), τα σημαντικότερα κείμενα είναι τα δοκίμια:

«Κωνσταντίνος Καβάφης, στοχασμοί σ’ επιλεγμένα»

«Η τριλογία για την Παιδεία»

«Ο Καρυωτάκης και η γενεά τού 30»

«Σεφέρης και Καρυωτάκης, στοχασμοί επί συμπτώσεων»

«Εισαγωγή στην ποίηση τού Τάκη Παπατζώνη»

«Ο θάνατος τής λογοτεχνικής κριτικής»

ΜΑΝΟΣ ΤΑΣΑΚΟΣ
Μάνος Τασάκος

Μετά από το πρώτο σας βιβλίο, (σ.σ «Ο μέτριος βίος τού Αλέξανδρου Βαλέτα», εκδόσεις 24 γράμματα), είναι αλήθεια ότι περίμενα μία ανάλογη συνέχεια. Αντίθετα «Ο θάνατος τής Άννας Βαρβάκη» θα έλεγα ότι είναι ένα καθαρά αστυνομικό μυθιστόρημα, υπάρχουν βέβαια αρκετές αναφορές  σε κοινωνικά προβλήματα…

Δεν μπορώ να πω ότι η αστυνομική λογοτεχνία ήταν στις άμεσες προτεραιότητές μου. Το βιβλίο γράφτηκε στα διαλείμματα άλλων ενασχολήσεων που σχετίζονταν με κυρίως με την ποίηση. Έτυχε να το διαβάσει ο Ηλίας Λιβάνης, τού άρεσε και θέλησε να το εκδώσει. Αυτό είναι όλο. Για μένα ήταν ένα πολύ ευχάριστο διάλειμμα ανάμεσα σε άλλες φιλολογικές ασχολίες. Είναι αλήθεια πάντως ότι ξεκινώντας τις διορθώσεις και τις προσθήκες, άρχισα να βλέπω διαφορετικά το αστυνομικό μυθιστόρημα.

Δηλαδή;

Για την αστυνομική λογοτεχνία υπάρχει ακόμη και σήμερα μία προκατάληψη που προέρχεται από ευκολίες παλαιότερων εποχών, θα σας πώ όμως ότι στην πραγματικότητα το να βρεις μία αληθοφανή και καλή αστυνομική ιστορία είναι κάτι πολύ δύσκολο. Το βιβλίο θα πρέπει να έχει όλες τις αρετές ενός λογοτεχνικού κειμένου και επιπλέον μία πλοκή που να πείθει, μια ιστορία που θα μπορούσε να υπάρξει και στην πραγματικότητα.

Είναι αλήθεια ότι τελευταία έχουμε μία πληθώρα εκδόσεων αστυνομικού περιεχομένου.

Με την διαφορά ότι οι περισσότερες από αυτές δεν πατούν στην ελληνική πραγματικότητα, δανείζονται στοιχεία από την αμερικανική λογοτεχνία, φτιάχνουν ήρωες χάρτινους που δεν είναι αναγνωρίσιμοι από το ελληνικό κοινό. Στην ελληνική κοινωνία δεν υπάρχουν αστυνομικοί πού αδειάζουν ένα βαρέλι ουίσκι στην καθισιά, ούτε ντετέκτιβς που κυκλοφορούν με δύο περίστροφα στην τσέπη. Καλώς ή κακώς η δική μας αστυνομική λογοτεχνία δεν μπορεί παρά να είναι αντιηρωική, οι χαρακτήρες της για να είναι πιστευτοί θα πρέπει να προέρχονται από την διπλανή μας πόρτα.

Γράφετε επί χρόνια ιδιαίτερα για την ποίηση και οι περισσότεροι σας γνωρίζουν ως μία κριτική φωνή στα ελληνικά γράμματα, αλλά κείμενά σας δεν έχουν κυκλοφορήσει σε έντυπη μορφή, εννοώ τα δοκίμια και την ποίηση. Αντίθετα το τελευταίο σας βιβλίο έγινε αμέσως δεκτό… είναι πιο εύκολο τελικά να εκδώσει κανείς ένα βιβλίο μυστηρίου, είναι αυτό που ζητά σήμερα η ελληνική εκδοτική αγορά;

Από το 70 και μετά η ποίηση στην Ελλάδα είναι σώμα νεκρό, δεν την έχει ανάγκη και δεν την θέλει η κοινωνία, δεν την θέλουν οι εκδότες γιατί ακριβώς δεν πουλάει, δεν την θέλουν και οι αναγνώστες καθώς πρόκειται για το πλέον απαιτητικό είδος λογοτεχνίας και απαιτεί ιδιαίτερες διαθέσεις και αναγνωστικές ικανότητες.

Μα εγώ στο διαδίκτυο δεν προλαβαίνω να μετρώ ποιητικές εκδόσεις και να διαβάζω ποιήματα νέων ανθρώπων…

Οι περισσότερες εκδόσεις που βλέπετε, αν όχι όλες, είναι πληρωμένες από τους συγγραφείς τους, έχω γράψει πολλές φορές γι’ αυτήν την άγρια εκμετάλλευση των νέων ανθρώπων. Κλαίνε όλοι για το κλείσιμο των εκδόσεων Γαβριηλίδη και πράγματι, κάθε λουκέτο στον χώρο τού βιβλίου είναι μία πολύ στενόχωρη διαδικασία, αλλά πόσοι ξέρουν ότι ο συγκεκριμένος εκδότης, χωρίς φυσικά να είναι ο μόνος, ζητούσε από τους νέους ποιητές υπέρογκα ποσά για την έκδοσή τους; Μόνο και μόνο για να βάλει το λογότυπό του στο εξώφυλλο; Και τουλάχιστον να εξέδιδε καλή ποίηση… πείτε μου εσείς έναν στίχο τής τελευταίας τριακονταετίας που να σας έχει μείνει, που να σας έχει προβληματίσει, που καρφώθηκε στο μυαλό σας…

Δεν είμαι πρόχειρη…

Δεν θα βρείτε. Κανέναν απολύτως. Η ποίηση που διαβάζω στα κοινωνικά δίκτυα, στα χειρόγραφα που μού στέλνουν, στις νέες εκδόσεις, δεν είναι παρά αναμασήματα και μίμηση παλαιότερων και στην χειρότερη περίπτωση λόγος κενός, στερεότυπος χωρίς κανένα ουσιαστικό ή φρέσκο περιεχόμενο. ΟΙ εξαιρέσεις είναι ελάχιστες και απομονωμένες. Θα σας έλεγα ότι η λεγόμενη πρώτη μεταπολεμική γενεά ήταν και η τελευταία που ευτύχησε σε καλό στίχο, από εκεί και πέρα συγκροτημένο ποιητικό σώμα με ποιότητες είναι σπάνιο φαινόμενο.

Είμαστε δηλαδή μία χώρα αντιποιητική;

Είμαστε μια κοινωνία αντιπνευματική στο σύνολό της, μια κοινωνία που δεν αφομοιώνει στο ελάχιστο κάθε τι το πνευματικό, κάθε τι που δεν περιλαμβάνει κέρδος, χρήμα και ύλη κάθε λογής. Η σημερινή εκδοτική παραγωγή δεν είναι παρά η αντανάκλαση και ταυτόχρονα το αποτέλεσμα αυτής τής πορείας εδώ και διακόσια χρόνια. Όλη μας η συμπεριφορά, από την καθημερινή ρουτίνα έως και την υψηλή πολιτική αποτυπώνει αυτό το θηριώδες έλλειμα πνεύματος, κριτικής και στοχασμού. Μπορώ να σας δείξω σημερινά μυθιστορήματα όπου πάσχει ακόμη και η σύνταξη, διαβάζεις και δεν μπορείς να αντιληφθείς τι θέλει να πει ο συγγραφέας…

Μάνος Τασάκος
Ο Θάνατος τής Άννας Βαρβάκη κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία

Να επιστρέψουμε λίγο στο βιβλίο σας;

Προσπάθησα να πετύχω εκείνο που σας είπα και πριν, ένα βιβλίο δηλαδή που οι ήρωές του έχουν τα χαρακτηριστικά ενός μέσου ανθρώπου, ενός αντιήρωα που υφίσταται όλες τις κακουχίες αυτού τού τόπου, την ανεργία, τις δουλειές του ποδαριού, την φτώχεια, την βία των τραπεζών, την κενότητα τής πολιτικής, όλα αυτά, ένα πρόσωπο δηλαδή που ακροβατεί ανάμεσα σε μία μικροαστική καθημερινή ρουτίνα και στο απόλυτο περιθώριο. Όλα τούτα μετά από μισό αιώνα περίπου μιας επιτυχημένης υποτίθεται μεταπολιτευτικής πορείας.

Στο πρώτο σας βιβλίο ο ήρωας αποσχίστηκε από αυτήν την κοινωνία, έγινε ορκισμένος εχθρός της, στάθηκε απέναντί της. Αντίθετα ο Ίωνας Λεπτουργός, ο ήρωας τού δεύτερου βιβλίου, δείχνει απόλυτα ενσωματωμένος στο σύστημα…

Θα σας έλεγα ότι η σωστή λέξη είναι παραιτημένος, και για να το πω ακόμη πιο έντονα, ηττημένος. Προσπάθησε να παίξει με τους όρους τής κοινωνίας που ζει και απέτυχε, όπως και χιλιάδες άλλοι πριν από αυτόν. Στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μία άλλη εκδοχή τού Βαλέτα (σ.σ Ο ήρωας τού πρώτου βιβλίου με τίτλο «Ο μέτριος βίος τού Αλέξανδρου Βαλέτα»), απλώς μία διαφορετική αντίδραση στην σημερινή πραγματικότητα.

Μήπως και οι δύο χαρακτήρες είναι σήμερα εξαιρέσεις; Γιατί δεν τους βλέπουμε πλέον συχνά να κυκλοφορούν ανάμεσά μας…

Μην γελιέστε, δεν τους βλέπετε συχνά γιατί πρώτ’ απ’ όλα οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν φωνή και μαζική παρουσία. Δεν προστατεύονται από κανέναν νόμο, καμία πολιτεία. Από τα συνεχή κτυπήματα έχουν αποκτήσει μία ιδιότυπη περηφάνεια, οι πληγές τους είναι τα τελευταία σημάδια που δεν μπορούν να τους τα πάρουν, είναι τα παράσημά τους, προτιμούν να πεινάσουν παρά να σταθούν στην ουρά των συσσιτίων, προτιμούν να λιώσουν από έναν καύσωνα χωρίς κλιματιστικό, παρά να καταφύγουν στις αίθουσες τού δήμου για λίγη δροσιά. Δεν κυκλοφορούν γιατί δεν περισσεύει ούτε ένα  ευρώ, αλλά προτιμούν την μοναξιά και το περιθώριο από την ελεημοσύνη και τον οίκτο.

Θα δεχτείτε όμως ότι αποτελούν μία μειονότητα, οι περισσότεροι δεν είναι στην κατάσταση αυτή…

Και λοιπόν; Στις πόσες χιλιάδες θα πρέπει να αρχίσουμε να ανησυχούμε και γιατί πρέπει να υπάρχει ένα ποσοστό φτώχειας αποδεκτό που θα μας κάνει να κοιμόμαστε ήσυχοι; Κι έπειτα, γιατί βλέπουμε μόνο το ακραίο; Δηλαδή κάποιος που δουλεύει δώδεκα ώρες την ημέρα και ίσα που καλύπτει τα έξοδα διαβίωσής του είναι; Πλούσιος; Θα πρέπει να είναι ικανοποιημένος;

Κάπου μέσα στο βιβλίο λέτε ότι «η φτώχεια είναι αρρώστια και τα σημάδια της δεν φεύγουν εύκολα»…

Έτσι είναι. Ξέρω ανθρώπους που ακόμη και όταν απέκτησαν μία οικονομική άνεση, συνέχισαν να ζουν στερημένα, η φτώχεια τους άφησε μόνιμη ανασφάλεια και φόβο.

ΒΑΛΕΤΑΣ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΜΑΖΙ ΜΕ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο μέτριος βίος τού Αλέξανδρου Βαλέτα, 24 γράμματα, 2017

Διαβάζω το βιβλίο σας και θα ήθελα να συζητήσουμε, αν μού επιτρέπετε, μία μικρή παρατήρηση…

Παρακαλώ…

Μήπως αντιμετωπίζετε λίγο σχηματικά την πραγματικότητα και τους χαρακτήρες; Θέλω να πω ότι στο βιβλίο βλέπουμε τον κεντρικό χαρακτήρα που είναι μεν κυνικός, αλλά διατηρεί ακόμη στοιχεία αλτρουισμού και γενναιοδωρίας, βλέπουμε τον κακό εργοστασιάρχη, τον ήσυχο μικροαστό που κάνει μία εργασία κατώτερη των προσόντων του… με άλλα λόγια, μήπως εδώ η εικόνα γίνεται λίγο στερεότυπη ενώ τα πράγματα είναι λίγο πιο πολύπλοκα; Δηλαδή το ζήτημα ενός κακού χαρακτήρα είναι ταξικό;

Έχετε ένα δίκαιο στο σημείο αυτό, αλλά δεν είναι κάτι που έγινε επίτηδες, απλώς η ίδια η υπόθεση οδήγησε στους συγκεκριμένους χαρακτήρες. Άλλωστε το έχω πει πολλές φορές ότι η κατάρα τού μικροαστισμού με όλα τα παρελκόμενά της διαπερνά οριζόντια τάξεις, κοινωνικά στρώματα και ιδεολογικές αντιλήψεις.

Στο παρελθόν έχετε συγκρουστεί με πολλούς εκδοτικούς οίκους…

Ο ένας λόγος είναι η εκμετάλλευση που ανέφερα πριν, το γεγονός δηλαδή ότι οι περισσότεροι από αυτούς, ακόμη και για λόγους επιβίωσης, εκμεταλλεύονται την  ματαιοδοξία νέων ανθρώπων και έχουν μετατραπεί σε τυπογραφεία πολυτελείας, σε οίκους αυτοέκδοσης. Ο πλέον όμως σημαντικό λόγος είναι ότι, σε συνεργασία με άλλους θεσμούς και την σύμπτωση διαφόρων καταστάσεων, συναίνεσαν και πολλοί από αυτούς επιδίωξαν την πλήρη κατάργηση τής κριτικής, τού κριτικού λόγου γενικότερα. Σήμερα, αρκεί να μπορείς να γράψεις χωρίς λάθη μία πρόταση και μπορείς να εκδοθείς. Βγαίνουν βιβλία προσβλητικά τής νοημοσύνης μας, ποιήματα επιπέδου δημοτικού, δοκίμια ατεκμηρίωτα με αυθαίρετες απόψεις που δεν στηρίζονται πουθενά. Πραγματικό κριτικό λόγο δεν θα βρείτε πουθενά και δεν αναφέρομαι στα κοινωνικά δίκτυα όπου για λόγους ευγενείας όλα χαρακτηρίζονται αριστουργήματα… ακόμη και επαγγελματίες κριτικοί έχουν μετατραπεί σε απλούς διαφημιστές βιβλίων, ούτε που θυμάμαι πόσο καιρό έχω να διαβάσω μία πραγματική και αναλυτική κριτική…

Μα δεν είναι καλό να κυκλοφορούν πολλά βιβλία; Να ασχολούνται όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι με την συγγραφή και το κείμενο;

Το μη βιβλίο ξέρετε, είναι πολύ καλύτερο από ένα κακό βιβλίο. Κουβέντιαζα κάποτε, πάνε πολλά χρόνια, με έναν πολύ γνωστό διευθυντή εφημερίδας, που ήθελε να βάλει δώρο με την εφημερίδα του ένα σαχλό βιβλίο, μια ανοησία. Όταν του πρότεινα κάποιους άλλους τίτλους που τουλάχιστον είχαν κάποιες ποιότητες η απάντησή του ήταν η αναμενόμενη – “ας αρχίσουν από το ανόητο και σταδιακά θα αναζητήσουν το καλό βιβλίο“. Δεν το αναζήτησαν ποτέ. Όταν πλασάρεις σε κάποιον ένα κακό βιβλίο και τού λες, ορίστε, αυτή είναι η λογοτεχνία, θα μείνει εκεί, δεν πρόκειται να ξεκολλήσει από αυτό το επίπεδο. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Οι εκδότες κατόρθωσαν να θολώσουν τα όρια ανάμεσα στο άξιο κείμενο και τα άρλεκιν τού περιπτέρου και  σήμερα το 95% τής παραγωγής είναι σ’ αυτήν την κατηγορία…

TASAKOS ME LOGOTYPO VARVAKI

Ποιο είναι κατά την γνώμη σας το πιο βασικό κριτήριο για να χαρακτηρίσουμε ένα βιβλίο άξιο ή έστω ενδιαφέρον;

Διαφήμιση

Η γνησιότητα και έπειτα το βάθος. Και πολλά άλλα, όπως η γλώσσα, η πλοκή, οι διάλογοι, η εστίαση στο σημαντικό και η παράλειψη τού ασήμαντου, ο ρυθμός και η οικονομία κειμένου, είναι ένας κατάλογος με δεκάδες κριτήρια. Για να μην μιλήσουμε για ποίηση όπου τα πράγματα είναι ακόμη πολύπλοκα και απαιτητικά.

Λέτε για γνησιότητα… να σας διαβάσω λίγες γραμμές από το οπισθόφυλλο ενός βιβλίου μίας πολύ επιτυχημένης συγγραφέως;

Αν το θεωρείτε απαραίτητο…

«Το κόκκινο σμαράγδι, μικρή μου, είναι το σύμβολο της ευτυχισμένης μας ψυχής… είναι η τρέλα που έρχεται μόνο μία φορά στη ζωή μας… είναι η λαμπερή αντανάκλαση του ασυγκράτητου, παθιασμένου, ανείπωτου έρωτα, που ωστόσο εντός σου αφουγκράζεσαι πως σηματοδοτεί κάτι πολύ παραπάνω: το ίδιο το πεπρωμένο!… Και το φοράς μόνο μία φορά!» Έχω τροποποιήσει κάπως το κείμενο, καθώς το απόσπασμα είναι ενδεικτικό. Αυτά τα γράφει εννοείται μία γιαγιά προς την εγγονή της…

Έχετε συναντήσει πολλές γιαγιάδες που μιλούν ή γράφουν με αυτόν τον τρόπο; Αφήστε που το κείμενο είναι γεμάτο από λέξεις και φράσεις δίχως περιεχόμενο. Τι θα πει σύμβολο ευτυχισμένης ψυχής; Δεν υπάρχει τίποτα το γνήσιο ή το σημαντικό σ’ αυτήν την παράγραφο, μόνο ηχηρές λέξεις που έχουν χρησιμοποιηθεί τόσο πολύ, ώστε έχουν αδειάσει πλέον από κάθε νόημα. Ο Τάκης ο Δελής έχει γράψει ένα πολύ αναλυτικό και καλό κείμενο για την ξύλινη γλώσσα των σημερινών βιβλίων. Σε ένα από αυτά μέτρησε την λέξη χρυσοκέντητο 257 φορές! Αφήστε την κατάχρηση σε λέξεις όπως εβένινος, ανείπωτο, αμετάκλητο, ασημένιο φεγγάρι και χιλιάδες άλλες. Το κείμενο που μού διαβάσατε το συνάντησα εντελώς συμπτωματικά με λίγες παραλλαγές και σε ένα άλλο βιβλίο παρόμοιου περιεχομένου που εκδόθηκε πρόσφατα. Και εκεί μία γιαγιά αφήνει γράμμα στην εγγονή της και είναι σαν να διαβάζετε σκέψεις τού Νίτσε προς φοιτητές στο αμφιθέατρο… έλεος!

Κι όμως εάν δείτε την ανταπόκριση τού κόσμου και τις πωλήσεις που κάνουν τα συγκεκριμένα βιβλία…

Δεν με ενδιαφέρουν οι πλειοψηφίες και μειοψηφίες στον χώρο τής λογοτεχνίας. Το άξιο κείμενο δεν είναι θέμα κάλπης, ούτε ζήτημα προσωπικού γούστου και αισθητικής. Το καλό μυθιστόρημα, ο καλός στίχος, υπάρχουν για να αφυπνίζουν, να κινητοποιούν συνειδήσεις, να φωτίζουν περιοχές ανεξερεύνητες, να απαντούν σε προαιώνια ερωτήματα, να θέτουν νέα, να προχωρούν την ζωή ένα βήμα μπροστά, να αποκαλύπτουν. Διαβάστε όσα Άρλεκιν θέλετε, αλλά το νόημα που θα βρείτε για παράδειγμα σε ένα καλό ποίημα των οκτώ στίχων δεν θα το συναντήσετε αλλού.

Σε ποιον ποιητή αναφέρεστε;

Σε πολλούς, είμαστε μία χώρα που τα πηγαίνει πολύ καλύτερα στην μικρή φόρμα από ότι στο μυθιστόρημα. Παρά την σημερινή κατάσταση, έχουμε αρκετούς καλούς ποιητές και πολλοί από αυτούς είναι εντελώς άγνωστοι ή παραγκωνισμένοι. Θα μπορούσαμε στα σχολειά να διδάσκουμε μόνο ποίηση και πάλι δεν θα έφταναν έξη σχολικές χρονιές για να εξαντλήσουμε τα νοήματά τους.

Να και μια δύσκολη υποθέτω ερώτηση – μπορείτε να μου πείτε  έναν υπερτιμημένο και έναν υποτιμημένο ποιητή; Εντελώς ενδεικτικά…

Για το πρώτο η απάντηση είναι εύκολη, ο Τάκης Παπατζώνης είναι ένας ποιητής με μεγάλη αξία που όμως είναι αντιληπτή σ’ ελάχιστους και όταν λέω ελάχιστους το εννοώ, τον αγνοούν ακόμη και οι φιλόλογοι. Από τους υπόλοιπους τα ονόματα είναι πολλά, δεν φταίνε τόσο οι ίδιοι οι ποιητές όσο κάποιοι αναγνώστες που επιμένουν να αποδίδουν μεγαλείο και υπερβολικά θαυμαστικά επίθετα. Έχει συμβεί με τον Σολωμό, τον Σεφέρη, τον Λειβαδίτη και πρόσφατα την Δημουλά. Επαναλαμβάνω ότι πρόκειται για ποιητές με πολύ αξιόλογο έργο, αλλά όχι στον απίστευτο βαθμό που πιστεύουν οι περισσότεροι…

Μού κάνει εντύπωση ότι συμπεριλαμβάνετε τον Σεφέρη…

Σας είπα, πρόκειται για κορυφαίο ποιητή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι προήλθε από παρθενογέννεση, όπως θέλουν να μάς πείσουν διάφοροι αυτόκλητοι υπερασπιστές τής γενεάς τού 30. Ο Σεφέρης έρχεται από τον Καρυωτάκη φορώντας την ενδυμασία τού Έλιοτ. Οπωσδήποτε εξαιρετικός σε πολλά ποιήματα και με συγκροτημένη παιδεία, όμως οι βιογράφοι και αναλυτές του έφτασαν να γενούν βασιλικότεροι τού βασιλέως. Αλλά αυτή είναι μία μεγάλη συζήτηση, έχω γράψει άλλωστε για το νήμα που συνδέει Καρυωτάκη και Σεφέρη…

Υπάρχουν δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις στο βιβλίο σας; Να μείνουμε δηλαδή μόνο στην αστυνομική πλοκή ή να αναζητήσουμε συμβολισμούς;

Οπωσδήποτε υπάρχουν βαθύτερες αναγνώσεις ή τουλάχιστον αυτήν ήταν η δική μου πρόθεση. Η ίδια η Άννα Βαρβάκη θα μπορούσε να είναι το σύμβολο τού «καλού και αγαθού», τής ευγένειας και τής αλληλεγγύης. Και είναι σχεδόν η μόνη που πεθαίνει και ως φυσική παρουσία απουσιάζει από το βιβλίο. Αυτό κάτι δείχνει και κάπου παραπέμπει.

Θα δούμε και δεύτερο βιβλίο με ήρωα τον Λεπτουργό;

Δεν εξαρτάται απόλυτα από εμένα. Για τον εκδοτικό οίκο οι πωλήσεις θα παίξουν τον ρόλο τους και για εμένα η δυνατότητα να εμβαθύνω περισσότερο στον χαρακτήρα του και στις συμπεριφορές των ανθρώπων που συναντά. Δεν μ’ αρέσει να βγάζω ένα βιβλίο μόνο και μόνο για να βγει, πρέπει να μπορεί να πει νέα πράγματα, να καταγράφει σκέψεις, ανησυχίες, προβληματισμούς, να επιχειρεί απαντήσεις.

Το αγαπήσατε τελικά αυτό το βιβλίο; Τουλάχιστον όσο και το πρώτο στο οποίο ξέρω ότι έχετε ιδιαίτερη αδυναμία;

Αγάπησα στην πορεία τον ήρωά του. Στην δική μου γενιά ξέρετε, εκείνη που έχει ονομαστεί «της μεταπολίτευσης»,  σε πολλούς από τους ανθρώπους της, η αίσθηση τής ήττας είναι έντονη, η διάψευση είναι κάτι που συμβαίνει συχνά, ιδιαίτερα μετά από έντονα ιστορικά γεγονότα. Λεοντάρης, Αναγνωστάκης και άλλοι, το αντιλήφθηκαν έγκαιρα μετά τον πόλεμο, ότι δηλαδή τα μεγάλα οράματα είχαν ήδη ηττηθεί, την ίδια ώρα που για τους πολλούς το μέλλον φαινόταν ολοφώτεινο. Το ίδιο συνέβη και στην δική  μου γενιά, Ο Λεπτουργός είναι ένα απομεινάρι που πίστεψε ότι η αλλαγή το 74 θα οδηγούσε σε έναν καλύτερο κόσμο και διαψεύστηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων. Ναι, είναι ένας ήρωας που αγάπησα, αλλά νιώθω ότι σε ένα επόμενο βιβλίο ο χαρακτήρας του θα πρέπει να αναπτυχθεί περισσότερο.

Σε κάποια πολύ παλαιότερη συνέντευξή σας, είχατε πει ότι η ποίηση είναι ένα αγκάθι στον πισινό μας που δεν μάς αφήνει να βολευτούμε στον καναπέ μας. Επιμένετε σ’ αυτήν την άποψη;

Απολύτως. Η ποίηση με την σωστή ανάγνωση και εκπαίδευση, μπορεί να είναι ο καθημερινός μας οδηγός, ο προσανατολισμός μας. Πολλοί είναι αυτοί που περιγελούν και νομίζουν ότι ποίηση και ζωή είναι καταστάσεις εντελώς διαχωρισμένες, αλλά κάμουν λάθος. Ποιος σημερινός μαθητής στην ενήλικη ζωή του θα γενεί εθελόδουλος, εάν έχει προσλάβει όπως πρέπει το «Κάθαρσις» τού Καρυωτάκη; Ποιος θα πουλήσει την περηφάνια και την αξιοπρέπειά του όταν έχει κατανοήσει το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» τού Καβάφη; Δεν υπάρχει καλύτερο μάθημα για την ίδια την συνείδηση από την ποίηση και την προσπάθεια να εναρμονιστούμε με τις προτροπές της.

Το διαφημιστικό τού βιβλίου στο YouTube

Ποια ευχή θα θέλατε για το ταξίδι τού βιβλίου σας που μόλις ξεκίνησε;

Κοινότοπα πράγματα, να το αγαπήσουν δηλαδή όσο γίνεται περισσότεροι άνθρωποι και να μπορέσουν να διακρίνουν μέσα από την γρήγορη πλοκή κάποιους συμβολισμούς.

Επιμένετε να μένετε αθέατος, μακριά από παρουσιάσεις, υπογραφές βιβλίων και άλλα παρόμοια και συναφή και σ΄αυτό το βιβλίο;

Απολύτως, η άποψή μου δεν έχει αλλάξει. Η δική μου δουλειά είναι να σκέφτομαι, να κρίνω και να γράφω. Αυτό απαιτεί όλο μου τον χρόνο και την ενέργεια. Για τις δημόσιες παρουσιάσεις και εκδηλώσεις υπάρχουν πολλοί που μπορούν να ασχοληθούν, είναι εκδότες, φιλόλογοι, δημοσιογράφοι, βιβλιοπώλες, καθηγητές, κριτικοί και πολλοί ακόμη που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την λογοτεχνία. Η δουλειά τού συγγραφέα δεν είναι να βρίσκεται μπροστά από τους προβολείς, δεν είναι πραματευτής να γυρνά όλη την Ελλάδα και να διαλαλεί την πραμάτεια του. Από την στιγμή που μπαίνει η τελευταία τελεία σε ένα βιβλίο μου, επιστρέφω στο γραφείο μου και το ξεχνώ. Όπως για τους ηθοποιούς το φως είναι απαραίτητο για να αναδειχθεί η τέχνη τους, για τον συγγραφέα προαπαιτούμενο είναι το σκότος. Αφετηρία και έδρα του. Από την στιγμή που θα παραδοθεί σε κόλακες, εκδηλώσεις  θαυμασμού και ακκισμούς μπροστά σε κάμερες η όποια ποιότητά του έχει ήδη υπονομευθεί.

Είναι όμως και πολλά τα βιβλία, ο ανταγωνισμός…

Τι θα πει ανταγωνισμός; Σας αρέσει αυτή η εικόνα συγγραφέων που γυρίζουν όλη την Ελλάδα για να προωθήσουν το βιβλίο τους, που ικετεύουν για μία ψήφο στα βραβεία τού γνωστού μεγάλου βιβλιοπωλείου, που ξοδεύουν ελάχιστο χρόνο σε στοχασμό και σκέψη και θηριώδη χρόνο σε μάρκετινγκ, επίδειξη και ναρκισσισμούς σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις; Υπάρχει συγγραφέας στο διαδίκτυο που έχει μαζέψει εκατό βραβεία, ο θεός δηλαδή να τα κάμει βραβεία και κάθε στο τόσο τα επιδεικνύει σαν τρόπαια από σαφάρι…Μα όλα ξεκινούν από εκεί που σας είπα και πριν, από την έλλειψη κάθε κριτηρίου στην έκδοση και κυρίως από το ότι οι περισσότεροι συγγραφείς το μόνο που έχουν στο μυαλό τους είναι η δόξα και το χρήμα και όχι τη βάσανο για ένα καλό και ποιοτικό κείμενο. Κάτι που καταντά γελοίο ιδιαίτερα σε μία χώρα με ελάχιστους αναγνώστες και αναιμικές πωλήσεις.

Τι γνώμη έχετε για το υπουργείο πολιτισμού;

Την χειρότερη. Εάν υπάρχει ανάγκη για μία κρατική υπηρεσία που θα ασχολείται με πρακτικά θέματα στην Τέχνη και θα δρα επιβοηθητικά στην διάδοση πολιτιστικών δράσεων, ας ενσωματωθεί με το υπουργείο παιδείας. Ό,τι έχουμε δει μέχρι σήμερα από τους εκάστοτε υπουργούς πολιτισμού, είναι αδιαφανείς επιδοτήσεις, παράτες και μεγαλοστομίες. Εάν ένα υπουργείο πολιτισμού δεν μπορεί να διαχειριστεί ένα αρχείο Καβάφη, ένα θεατρικό μουσείο και μία εθνική βιβλιοθήκη, τι να το κάνω; Γιατί να υπάρχει; Δώσαμε την Εθνική βιβλιοθήκη σε ιδιώτη την ίδια ώρα που χιλιάδες δημόσια κτίρια καταρρέουν από την εγκατάλειψη και θα μπορούσαμε να φτιάσουμε αριστουργήματα, μεγάλες θεματικές βιβλιοθήκες δίπλα δίπλα με μουσεία σημαντικών ποιητών και άλλα πολλά. Αλλά τι να περιμένει κανείς από μία χώρα που γέννησε το θέατρο και δεν μπορεί να συντηρήσει ένα θεατρικό μουσείο, που αφήνει την ιστορία τού θεάτρου έρμαιο των αρουραίων σε κλειδωμένα υπόγεια. Για ποιο υπουργείο πολιτισμού μου λέτε τώρα…

Και  η κλασική ερώτηση, τι να περιμένουμε στο μέλλον;

Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Υπάρχει ένας μεγάλος όγκος δοκιμίων για την νεοελληνική ποίηση, άγνωστοι ποιητές που επεξεργάζομαι ανέκδοτα χειρόγραφά τους, μία μελέτη που ξεκινώ τώρα για τους μύθους στην ιστορία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας και κάποια πεζογραφήματα που πρέπει να μετατραπούν σε διηγήματα. Όμως όλο τούτο το υλικό είναι εντελώς αντιεμπορικό και δεν ξέρω εάν τελικά το δούμε τυπωμένο ποτέ σε μαζική παραγωγή.

Σάς ευχαριστώ πολύ, εύχομαι το βιβλίο σας να προχωρήσει έτσι όπως το επιθυμείτε.

Σάς ευχαριστώ, να είστε καλά.

(Η συνέντευξη έγινε σε ανοικτό χώρο καφέ τής Κηφισιάς, την ίδια ημέρα κυκλοφορίας τού βιβλίου στα βιβλιοπωλεία στις 7 Ιουνίου 2021. Για να παραγγείλετε το βιβλίο από το βιβλιοπωλείο τής επιλογής σας πατήστε εδώ.)

5 2 votes
Article Rating
0Shares
Διαφήμιση

Similar Posts

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments